Το καλό φάντασμα του σπιτιού.

Το καλό φάντασμα του σπιτιού.

Τζένη Tabary Βλαστάρη

Βρισκόμαστε στη Vienne (Βιέν). Μια πόλη ακριβώς στο Νότο της Λυών. Μια πόλη ιδιαίτερα παλιά και με μεγάλη ιστορία, αφού διαδραματίστηκαν ιδιαίτερα γεγονότα. Κατοικήθηκε παλαιότερα από τους Γαλάτες και  αργότερα υπήρξε μια γαλλορωμαϊκή πόλη, οχυρωμένη,  μιας και ο Ροδανός ήταν ένα φυσικό «σύνορο» αλλά και  «εμπόδιο» για τις επιθέσεις που δεχόντουσαν τότε. 

Πόλη αμφιθεατρική με τους λόφους της, ήταν το κεντρικό πέρασμα για τις Άλπεις. Η ζωή ήταν πολύ ανεπτυγμένη στα χρόνια του Μεσαίωνα αλλά  και αργότερα, υπήρχαν πολλές «βιομηχανίες», αραδιασμένες κατά μήκος  του ποταμού La Gère (Λα Ζερ), ο οποίος εκβάλλει στον Ροδανό. Εκεί, σε αυτό το κομμάτι, έχει  παραμείνει αναλλοίωτο  σχεδόν, το παλαιό ιστορικό κέντρο. Τα σπίτια είναι από τον Μεσαίωνα όπως διαπιστώνετε κι εσείς  με μια ματιά και ευτυχώς διατηρούνται πολύ καλά και δεν έπαψαν να είναι κατοικήσιμα! 

Κάπου εκεί  λοιπόν χωμένο μέσα  στα  υπόλοιπα, υπάρχει κι ένα μικρό παλιό αρχοντικό. Είναι άγνωστη η ακριβής ημερομηνία  της κατασκευής του, όμως το οίκημα ήταν ήδη καταγεγραμμένο πολύ πριν από τον καιρό του Ναπολέοντα του Α’, όπου έγιναν και οι πρώτες επίσημες απογραφές. 

Η πόρτα στην κεντρική είσοδο είναι ξύλινη, αρκετά παλιά, αλλά μεταγενέστερη της πρώτης. Αυτό όμως που έχει παραμείνει, είναι τα λατινικά γράμματα C A, τα οποία είναι τα αρχικά του πρώτου ιδιοκτήτη. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος ήταν, δεν υπάρχει καμία πληροφορία γι’ αυτόν ή είναι επιμελώς  κρυμμένη. 

Το κτίριο μέσα στους αιώνες άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες. Μάλιστα, στις αρχές του 19ου αιώνα, τα δωμάτια της αυλής που εξυπηρετούσαν για τα άλογα κάποτε, είχαν γίνει αστυνομικό τμήμα! Για λίγο χρονικό  διάστημα,  λειτούργησαν ως κελιά, ενώ  στα επάνω πατώματα ήταν κανονικά κατοικήσιμο το υπόλοιπο  σπίτι.  

Όπως καταλαβαίνετε, ο αριθμός των ανθρώπων που έζησαν ή  πέρασαν περιόδους της ζωής τους στο σπίτι αυτό, δεν είναι μικρός. 

Ας  έρθουμε όμως στο σήμερα και στην ιστορία που θα σας διηγηθώ, η οποία είναι πέρα για πέρα αληθινή κι όχι κάτι μυθιστορηματικό ή ψεύτικο  για να προσελκύσει ή να κάνει εντύπωση.

Μέσα στους ένοικους των διαμερισμάτων – πλέον σήμερα το σπίτι είναι χωρισμένο σε διαμερίσματα όπως καταλαβαίνετε – υπάρχει και μια οικογένεια με παιδιά και μια γατούλα. Τίποτα παράξενο μέχρι εδώ, αφού πολλές οικογένειες έχουν κατοικίδια. Κάποιες φορές, άκουγαν θορύβους, είτε ήταν μέρα είτε νύχτα, όμως η λογική τους το απέδιδε πάντα σε ήχους εξωτερικούς ή επειδή το σπίτι είναι αρκετά παλιό (λογικά γύρω στο 1600 και κάτι), υπάρχει πιθανότητα, να ακουστούν τριξίματα από ξύλα με τον αέρα ας πούμε. 

Η μητέρα της οικογένειας, ένιωθε πολλές φορές ότι υπήρχε κάποιος εκεί γύρω της, όχι συνεχόμενα κι όχι σε καθημερινή βάση. Από ένα διάστημα και μετά, ξεκίνησε να το νιώθει έντονα κάθε μεσημέρι, στην κουζίνα του σπιτιού και μάλιστα όταν μαγείρευε! Κάθε φορά που μαγείρευε, ένιωθε σαν να υπάρχει ακριβώς πίσω της ένα άτομο που την παρακολουθούσε να  φτιάχνει το φαγητό! 

Ανατρίχιασε και φοβήθηκε, όμως δεν είπε κάτι, για να μην φοβίσει τους υπόλοιπους και να μην τους βάλει σε αυτή την περίεργη διαδικασία. Παρόλα αυτά, λίγες μέρες αργότερα, το μικρό παιδί της οικογένειας, όταν πήγε να φάει, της είπε πως είχε την αίσθηση, ότι κάποιος υπήρχε εκεί. Ένιωθε πως κάποιος τους παρακολουθούσε. 

Το μικρό γατί,  συντρόφευε πάντα τη μητέρα, όπου πήγαινε εκείνη, εκεί ήταν και η γάτα. Όταν εκείνη μαγείρευε, η γατούλα ανέβαινε και καθόταν στον μπουφέ απέναντι και δεν έφευγε ποτέ, μέχρι η γυναίκα να τελειώσει τις δουλειές της από την κουζίνα. Αυτό όμως που είναι περίεργο, δεν είναι η σχέση του γατιού και της γυναίκας, αλλά ότι κάθε μέρα στις 12 παρά… με 12 το μεσημέρι, η γάτα από τον μπουφέ, είχε το βλέμμα της κυριολεκτικά καρφωμένο στα σκαλιά που οδηγούσαν στον επάνω όροφο της κατοικίας. 

Η γυναίκα αρχικά δεν έδωσε σημασία, μάλιστα θεώρησε πως ίσως το βλέμμα της γάτας παρακολουθεί κάποιο έντομο – μιας και οι γατούλες αρέσκονται να παίζουν με αυτά – . Την επόμενη μέρα συνέβη ξανά το ίδιο, πάλι όμως έκανε τις δουλειές της και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Αυτό όμως, συνέβαινε κάθε μέρα! Την ίδια ώρα! Με τον ίδιο τρόπο! Τα μάτια της γατούλας εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα εκεί. 

Αυτό διήρκησε πολλές μέρες, η γυναίκα άρχισε να κοιτάζει την ώρα και την κατεύθυνση που κοιτούσε η γάτα της, φυσικά δεν έβλεπε τίποτα! Η γάτα όμως είχε κολλημένα τα μάτια της εκεί! Και μάλιστα, τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή της, ούτε τα παιχνίδια, ούτε τα αγαπημένα της μπισκότα! Τίποτα απολύτως!  

Όταν σταμάτησε να συμβαίνει αυτό, η γυναίκα της οικογένειας, ξεκίνησε πάλι να νιώθει μια παρουσία την ώρα που μαγείρευε! Λες και κάποιος ήταν πίσω της και παρακολουθούσε τις κινήσεις της. Ανατρίχιαζε, δαγκωνόταν… όμως, είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν κάτι κακό ή άσχημο. Επειδή όμως αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση, μία μέρα δεν άντεξε και έβαλε τις φωνές στο «φάντασμα» ή σε αυτό που εκείνη ένιωθε ως «παρουσία», του είπε να σταματήσει να το κάνει αυτό γιατί την τρομάζει και πως την έχει εκνευρίσει και του ξαναζήτησε να σταματήσει.

Η αίσθησή της πρέπει να τονίσουμε εδώ, ήταν ότι το φάντασμα ήταν άντρας! Από την ημέρα λοιπόν που  του φώναξε, έπαψε πλέον να νιώθει την παρουσία του σε καθημερινή βάση. Η αίσθηση ότι κάποιος υπήρχε, μειώθηκε πολύ και πλέον το νιώθει σπάνια έως καθόλου. 

Φυσικά το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να ψάξει πληροφορίες για την ιστορία του σπιτιού, ποιος ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης κτλ. Να ρωτήσει τους γείτονες, αν κι εκείνοι είχαν αντίστοιχες εμπειρίες. Δεν βρήκε πουθενά απαντήσεις, εκτός από μια συζήτηση που έκανε, με ένα άτομο που έμενε στην ίδια περιοχή, το οποίο της ομολόγησε, πως κι εκείνο έχει ακούσει για τα γύρω κτίρια παρόμοιες ιστορίες. 

Υπάρχουν άραγε παράλληλοι κόσμοι; Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ψυχές που για  κάποιους λόγους δεν φεύγουν από εκεί που έζησαν; Ό,τι κι αν συμβαίνει, νομίζω πως στο μέλλον θα είναι πιο εφικτό να πάρουμε απαντήσεις. 

Προς το παρόν το καλό κι ευγενικό φάντασμα, γεμάτο κατανόηση για την φοβία της γυναίκας, παραμένει σιωπηλό, μέσα στους τοίχους που μάλλον κάποτε έζησε και για κάποιο λόγο αρνείται να αφήσει….