Το φάντασμα του Μουσείου Καλών Τεχνών της Λυών.

Το φάντασμα του Μουσείου Καλών Τεχνών της Λυών.

Το Μουσείο των Καλών Τεχνών στη Λυών της Γαλλίας, βρίσκετε στην Place des Terreaux, σ’ ένα από τα κεντρικά σημεία της πόλης. Είναι ένα από τα πιο επιβλητικά οικήματα της πρωτεύουσας των Γαλατών. Το κτίριο ονομάζετε όπως και παλιά, Palais Saint-Pierre. Το Παλάτι του Σεν Πιέρ λοιπόν , έως τον 18ο αιώνα, ήταν μοναστήρι! Υπήρχε το  αβαείο, όπου λειτουργούσαν και όλα όσα χρειαζόταν – ήδη πριν από τον Μεσαίωνα- η μοναστική ζωή. Η διαφορά του ήταν μία. Όλα τα μοναστήρια υπάγονταν στην δικαιοδοσία των αρχιεπισκόπων της εκάτοστε περιοχής. Όχι  όμως αυτό, τη δικαιοδοσία του συγκεκριμένου μοναστηριού και του αβαείου, την είχε αποκλειστικά ο Πάπας.

Λίγο ή πολύ, οι περισσότεροι γνωρίζετε, ότι στον Μεσαίωνα και αργότερα στην εποχή της Αναγέννησης, οι τρόφιμες των μοναστηρίων, συνήθως ήταν γόνοι ευγενών οικογενειών. Πολλές φορές ήταν ακόμη και αδελφές βασιλιάδων.  Το Παλάτι του Σεν Πιέρ, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι περίπου 30 νεαρές κοπέλες που ζούσαν (για την εποχή που θα αναφέρουμε), ήταν όντως γόνοι ευγενών οικογενειών και μάλιστα της υψηλής τάξης αυτών!

Ατίθασες και αρκετά κακομαθημένες  από τις οικογένειές τους, ήταν ιδιαίτερα αντιδραστικές και δεν είχαν καμία απολύτως διάθεση να συμμορφωθούν, ούτε με τους  νόμους της εποχής, αλλά ούτε και με τους νόμους του μοναστηριού ή της ζωής αυτής. Το αντίθετο! Πολλές λειτουργούσαν σύμφωνα με τα θέλω τους, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν καθόλου τα όσα έπρεπε να ακολουθήσουν.  Μέσα σε αυτά τα «θέλω» των νέων αυτών κοριτσιών, ήταν και οι ερωτικές σχέσεις και περιπέτειες, οι οποίες αυξάνονταν κατακόρυφα και με ταχύτατους ρυθμούς. 

Το 1503 λοιπόν, ο Βασιλιάς Louis XII (Λουδοβίκος ο 12ος) και η σύζυγός του, η Anne de Bretagne (Άννα της Βρετάνης), έπρεπε να μείνουν στην Λυών για κάποιες ημέρες, μιας και ήταν μια από τις πόλεις που θα περνούσαν στο ταξίδι τους. Πολλοί Λυονέζοι, ζήτησαν ακρόαση από τον Βασιλιά και την Βασίλισσα, για να τους εκφράσουν τα παράπονά τους, μιας και τους είπαν κυριολεκτικά, πως το μοναστήρι του Σεν Πιέρ έχει καταντήσει ο μεγαλύτερος οίκος ανοχής της πόλης!

Και σύμφωνα με τα έγγραφα της εποχής, αυτό ήταν ένα αληθές γεγονός! Αφού  λοιπόν επί αρκετά χρόνια συνέβαιναν ήδη αυτά, το 1511, ο Αρχιεπίσκοπος της Λυών, ο François de Rohan 1479-1536 (Φρανσουά ντε Ροάν), αποφάσισε σαν ενδιάμεσος στον λαό και στον  Πάπα, να βάλει τέλος σε αυτό το τραγικό γεγονός. Για κακή του τύχη!  Ο Πάπας στηριζόταν στις οικογένειες των ευγενών,  οι οποίες πίεσαν την κατάσταση και ο Αρχιεπίσκοπος όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά αφορίστηκε και από τον ίδιο τον Πάπα! 

Οι διαμάχες   εξακολούθησαν και αργότερα, αναγκάστηκε να επέμβει ο Βασιλιάς για να τους υποχρεώσει  σε μια πιο καθώς πρέπει μοναστική ζωή. Όμως ας μιλήσουμε λίγο για τις μοναχές. Όπως προείπαμε, ήταν νέα κορίτσια, αντιδραστικά, κακομαθημένα. Κορίτσια γεμάτα ζωή, που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στα μοναστήρια. Ακολουθούσαν τα ήθη κι έθιμα μιας δύσκολης εποχής. Μέσα λοιπόν στα 30 αυτά κορίτσια, ήταν και  η Alix de Tezieux ή Alice de Tezieu. Μια νεαρή μοναχή, ευγενής η οποία λέγετε ότι ξεσήκωνε όλες τις υπόλοιπες και τις παρότρυνε να εκπέσουν σε ακολασίες κάθε είδους. 

Όπως ήταν φυσικό, και  μετά από τα παράπονα που έγιναν, η Αλίξ εκδιώχθηκε από το μοναστήρι, όχι όμως μόνο εκείνη. Όλες! Όταν επενέβη ο Βασιλιάς, τα μέτρα έγιναν ακραία και δραστικά. Κατάσχεσαν τις περιουσίες τους, που μέχρι τότε τα κορίτσια είχαν στην κατοχή τους, και εκδιώχθηκαν κακήν κακώς, απ’ ότι  λένε τα κείμενα, σε μοναστήρια στις γύρω περιοχές. 

Στο Παλάτι του Σεν Πιερ, όταν εκδιώξαν τις προηγούμενες, έφεραν προς αντικατάστασή τους 14 Βενεδικτίνες μοναχές, και μόνο σε 2 από τα κορίτσια που προϋπήρχαν όπως και 13 ακόμη, οι οποίες ήταν αρχάριες, νεοφερμένες, επέτρεψαν να παραμείνουν. Οι Βενεδικτίνες ήταν ήδη συμμορφωμένες με τη μοναστική ζωή και τα έθιμα του μοναστηριού. 

Για όσες όμως έφυγαν, η ζωή τους έγινε αρκετά σκληρή στα μοναστήρια που τις οδήγησαν. Η πιο εξαθλιωμένη από  όλες ήταν η Αλίξ ντε Τεζιέ. Αυτή που είχε παρακινήσει τις υπόλοιπες και δεν έβρισκε πλέον στοργή ή κατανόηση, ενώ τιμωρήθηκε αρκετά στο μοναστήρι που την δέχτηκε. Έτσι, το 1524,  η Αλίξ άρρωστη και εξαντλημένη σωματικά αλλά και ψυχικά, πεθαίνει στο μοναστήρι που την φιλοξενούσε. Δεν ήταν παραπάνω από 20 με 22 ετών.

Δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, το 1526, η Antoinette de Groslee (Αντουανέτ ντε Γκροσλέ)  – η μία από τις δύο που είχε παραμείνει στο Παλάτι του Σεν Πιέρ – αγαπημένη της Αλίξ, για την ακρίβεια η ερωμένη της, ξυπνάει μέσα στη νύχτα, από τον ήχο που έκαναν οι κουρτίνες του δωματίου της, ενώ παράλληλα ένιωθε το κρεββάτι της να τρέμει. Είπε πως άκουσε επίσης πατήματα στο δωμάτιο και ένιωθε χέρια να χαϊδεύουν τα μαλλιά της, καθώς και κάποιος να της φιλάει τα χείλη! Η μαρτυρία της κοπέλας ήταν πως αυτό έγινε κι άλλες φορές.  

Η ηγουμένη του μοναστηριού, εφόσον είχε μάθει για τα συμβάντα, κάλεσε το πνεύμα της Αλίξ. Μάλιστα σαν αποδεικτικό ότι ήταν εκείνη, της ζήτησε να κάνει ορισμένο αριθμό χτυπημάτων, και αυτό έγινε, ακριβώς όπως το ζήτησε! Το φάντασμα της Αλίξ ήταν πιο κοντά στις καλόγριες, οι οποίες πλέον είχαν χάσει τον ύπνο τους.

Από τότε οι θεάσεις της Αλίξ μέσα στο μοναστήρι, αυξήθηκαν. Πολλές κοπέλες έτυχε να την δουν να περιφέρετε στους διαδρόμους ή να εμφανίζετε ξαφνικά. Έτσι αποφάσισαν εκείνη την χρονιά, τον Φεβρουάριο του 1526 να κάνουν μία τελετή εξορκισμού, έτσι ώστε να μπορέσει το πνεύμα της Αλίξ να ανέλθει στον Παράδεισο και να μην ενοχλούνται στο μοναστήρι! 

Υποτίθεται, ότι με την τελετή, η ψυχή της Αλίξ θα έπαιρνε την συγχώρεση και θα ελευθερωνόταν από τα 33 χρόνια του καθαρτηρίου στο οποίο καταδικάστηκε, μετά τον θάνατό της! Μάταιος ο κόπος! Οι μαρτυρίες των φρουρών του μοναστηριού, επί  μεγάλο χρονικό διάστημα, συνέχιζαν να λένε για τις εμφανίσεις της Αλίξ, κυρίως ότι περιφερόταν σε διαδρόμους ή στον κήπο. 

Αυτό που είχαν οι ιθύνοντες να καταθέσουν, ήταν πως γύρισε εκεί που την έδιωξαν για να ζητήσει συγχώρεση από αυτούς, μιας και η βασανισμένη ψυχή της δεν ήταν δυνατόν να ανέλθει στους ουρανούς, κουβαλώντας όλο αυτό το βάρος των αμαρτιών!

Κάποιοι άλλοι είπαν, πως η Αλίξ, γύρισε εκεί, μετανιωμένη και αποφασισμένη να τρομάξει τις Βενεδικτίνες μοναχές και όσους θα ερχόντουσαν μετά, έτσι ώστε να μην παρακάμψουν τον μοναστικό βίο και εκπέσουν σε αμαρτήματα, όπως είχε γίνει με την ίδια και τις υπόλοιπες κοπέλες.

Με τα  χρόνια οι θεάσεις της  Αλίξ μειώθηκαν, αφού μειώθηκαν   και οι μαρτυρίες. Όταν στα 1801 το Παλάτι του Σεν Πιερ, έγινε πια μουσείο, πολλά έργα τέχνης άρχισαν να καταφθάνουν στα 7.000 τετραγωνικά μέτρα του, κυρίως από το Λούβρο για να προστατευθούν. Από τότε μέχρι σήμερα, φιλοξενεί πολλά έργα τέχνης. Όμως, τι συνέβη με το «άτακτο φάντασμα» ;  

Υπάρχουν ακόμη και σήμερα, κάπου κάπου, μαρτυρίες φρουρών του μουσείου. Κάποιος έτυχε να πει πως είδε μια σκιά να περνάει από συγκεκριμένο σημείο που δεν υπήρχε  κανείς, κάποιος άλλος μίλησε για μια λευκή σκιά, η οποία εμφανίστηκε την ώρα εργασίας του μέσα στο κτίριο, είχε την μορφή γυναίκας. Ενώ άλλοι έχουν μιλήσει για θορύβους, μέσα στις γκαλερί του μουσείου, κυρίως τα βράδια, όταν δεν υπάρχει κόσμος για να προκαλέσει τον θόρυβο. 

Πολλοί άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πρώην μοναστήρι και πολλές καλόγριες ήταν ενταφιασμένες εκεί. Υπάρχουν σήμερα οι ταφόπλακες στην εσωτερική αυλή του μουσείου. Όπως κι αν έχει, η ιστορία της Αλίξ πήρε την θέση της μέσα στο Πάνθεον των Φαντασμάτων. Αν υπάρχει σήμερα ή όχι, δεν έχετε, παρά να το ανακαλύψετε!!!