CA’ DARIO ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Από την Ιωάννα Ζιαμπίρη
Είτε έχετε επισκεφτεί την Βενετία είτε όχι, σίγουρα θα έχετε ακούσει για το περίφημο Canal Grande. Το κύριο κανάλι που διασχίζει και χωρίζει το ιστορικό κέντρο σε δύο μέρη. Πλαισιώνεται σε όλο το μήκος του από υπέροχα μαγευτικά κτίρια, κυρίως από τους αιώνες μεταξύ του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου, τα οποία φανερώνουν την ευημερία και την τέχνη που δημιούργησε η Δημοκρατία της Βενετίας, καθιστώντας το Canal Grande ένα από τα σύμβολα της πόλης.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, όποιο Palazzo βρίσκεται πάνω στο Μεγάλο Κανάλι έχει τρομακτική ιστορική αλλά και οικονομική αξία. Εντύπωση λοιπόν προκαλεί ότι μόνο ένα από όλα τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα μένει ανεκμετάλλευτο. Το Palazzo Ca’ Dario που σημαίνει στα ελληνικά το Παλάτι του Ντάριο.
Κάποιος θα παραξενευόταν. Ένα παλάτι του οποίου η εκμετάλλευση θα μπορούσε να αποφέρει εκατομμύρια ευρώ εισόδημα, πώς είναι δυνατόν να μένει αχρησιμοποίητο; Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν κληρονόμοι, πως είναι δυνατόν να μην το λειτουργεί ο Δήμος ή να μην το έχουν ακόμη αγοράσει ιδιώτες για να το μετατρέψουν σε ένα κερδοφόρο ξενοδοχείο; Εύλογες οι απορίες, αλλά όχι για τους Βενετούς και για όσους ξέρουν καλά την περίεργη ιστορία που κρύβεται πίσω από το Palazzo Ca’ Dario ή το “Καταραμένο Παλάτι” όπως είναι γνωστό στην Βενετία.
Η φήμη του είναι πιο μεγάλη από την ομορφιά του και οι περαστικοί το προσπερνάνε γρήγορα λόγω της ανατριχιαστικής ιστορίας που κρύβουν τα δωμάτια του. Ο θρύλος αυτού του κομψού βενετσιάνικου αρχοντικού λέει ότι οι ιδιοκτήτες που κατά καιρούς το είχαν στην κατοχή τους, πέθαναν βίαια ο ένας μετά τον άλλο, σε έναν εντυπωσιακό κατάλογο αίματος, κάτω από μυστήριες και ανεξήγητες συνθήκες ή έχασαν όλη την περιουσία τους.
Μάλιστα η κατάρα του αρχοντικού δεν επηρέαζε μόνο τους ιδιοκτήτες που έμεναν εκεί. Κάτι τρομερό συνέβαινε σε όποιον αγόραζε την κατοικία όπου κι αν αυτός βρισκόταν ανά τον κόσμο. Μα να είναι αλήθεια όλα αυτά ή είναι απλά τραγικές συμπτώσεις της μοίρας; Πάμε να ξεδιπλώσουμε μαζί το μυστήριο της ανατριχιαστικής αυτής ιστορίας.
Η κατασκευή του αρχοντικού ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Πιέτρο Λομπάρντο το 1479 από τον Τζιοβάνι Ντάριο και προοριζόταν ως γαμήλια προίκα για την κόρη του Μαριέττα, που ήταν αρραβωνιασμένη με τον Βιντσέντσο Μπάρμπαρο, έναν πλούσιο έμπορο. Ο Τζιοβάνι Ντάριο ήταν ένας αστός που ασκούσε σημαντικά καθήκοντα για τη Δημοκρατία της Βενετίας. Μάλιστα το 1479 κέρδισε τον τίτλο του “Σωτήρα της Πατρίδας” αφού κατάφερε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία ειρήνης με τους Τούρκους.
Με τον θάνατο του Ντάριο, το παλάτι κληρονομήθηκε από την κόρη του Μαριέττα και στη συνέχεια πέρασε στον σύζυγό της Βιντσέντσο Μπάρμπαρο. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα άρχισαν να συμβαίνουν παράξενα γεγονότα. Ο σύζυγος της Μαριέττας, υπέστη γρήγορα οικονομική χρεοκοπία και στη συνέχεια μαχαιρώθηκε από αγνώστους και πέθανε.
Η Μαριέττα συγκλονισμένη από το γεγονός αυτοκτόνησε μέσα στο παλάτι. Η τραγική μοίρα δεν τελειώνει εκεί. Ο γιός τους Τζιάκομο Μπάρμπαρο μοναδικός ιδιοκτήτης πια, βρέθηκε νεκρός στα Χανιά της Κρήτης έπειτα από μία ενέδρα που του είχαν στήσει.
Οι απόγονοι της οικογένειας Μπάρμπαρο είχαν στην κατοχή τους το παλάτι μέχρι το πρώτο μισό του 1800, όταν ο Αλεσσάντρο Μπάρμπαρο το πούλησε στον Αρμπίτ Αμπντόλ, έναν Αρμένιο έμπορο πολύτιμων λίθων, ο οποίος χρεοκόπησε μετά την αγορά του αρχοντικού. Ο Αμπντόλ, το 1838, αναγκάστηκε να πουλήσει το αρχοντικό για λίγες λίρες στον Άγγλο Ράουντον Μπράουν. Ο Μπράουν είχε αγοράσει το παλάτι για να ζήσει με τον Κουβανό σύντροφό του Ραούλ Καρέρα. Ενώ ήταν πολύ πλούσιος έχασε όλη την την περιουσία και πέθανε από ασιτία, ενώ ο Καρέρα αυτοκτόνησε.
Στην συνέχεια αγοράστηκε από έναν Ούγγρο κόμη και πωλήθηκε σχεδόν αμέσως μετά σε έναν πλούσιο Ιρλανδό, μέχρι που το αγόρασε η κόμισσα Ιζαμπέλα Γκόντραν ντε λα Μπάουμ-Πλουβινέλ και η φίλη της Αουγκουστίν Μπολτέ. Οι δύο φίλες φιλοξένησαν τον Γάλλο ποιητή Ενρί Ντε Ρενιέρ μέχρι τη στιγμή που εκείνος αρρώστησε βαριά μέσα στο αρχοντικό και επέστρεψε στη Γαλλία. Μετά το θάνατο της κόμισσας το 1911, το παλάτι κατέληξε στα χέρια ενός Μαρκησίου για τον οποίον δεν υπάρχει καμία πληροφορία.
Τον Αύγουστο του 1962, αγοράστηκε από τον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Τσαρλς Μπριγκς. Στις 24 του ίδιου μήνα, μετά από μόλις 4 ημέρες διαμονής στο αρχοντικό, ο Μπριγκς εγκατέλειψε την πόλη της Βενετίας ως κατηγορούμενος για ομοφυλοφιλία, η οποία εκείνη την εποχή ήταν έγκλημα και μετακόμισε στο Μεξικό. Παρόλο που ήταν πολύ μακριά από το καταραμένο παλάτι δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την κακοτυχία που ακολουθούσε τους ιδιοκτήτες. Στο Μεξικό, ο εραστής του αυτοκτόνησε.
Ο κύκλος της κατάρας δεν σταματά εδώ. Το αρχοντικό φαίνεται ικανό να μπορεί να κάνει κακό ακόμα και σε όσους απλά ενδιαφέρονταν να το αγοράσουν. Ένα παράδειγμα είναι αυτό του πασίγνωστου τενόρου Μάριο Ντελ Μόνακο, ο οποίος το 1964 ενώ ταξίδευε για να επισκεφθεί το παλάτι είχε ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα που τον ανάγκασε προσωρινά να σταματήσει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Αργότερα, δεν ήθελε πλέον να το αγοράσει λόγω των φημών που κυκλοφορούσαν για το καταραμένο παλάτι.
Το 1968 σε δημοπρασία, το αρχοντικό πέρασε στα χέρια του άτυχου Κόμη Φιλίππου Τζορντάνο Ντέλλε Λάνζε. Μόλις δύο χρόνια μετά την αγορά του, στις 19 Ιουλίου του 1970, ο Κόμης βρέθηκε άγρια δολοφημένος στο δωμάτιό του από την οικονόμο του σπιτιού. Ο δολοφόνος ήταν ένας Κροάτης ναυτικός ονόματι Ραούλ Μπλάσιτς, με τον οποίο ο Κόμης είχε σχέση. Ο Μπλάσιτς, που καταδικάστηκε για τη δολοφονία, διέφυγε στο Λονδίνο, όπου εξαφανίστηκε και σύμφωνα με μια εκδοχή δολοφονήθηκε κι εκείνος.
Η φήμη του αρχοντικού είναι πλέον γνωστή, αλλά αφήνει εντελώς αδιάφορο τον Κρίστοφερ “Kit” Λάμπερτ, μάνατζερ του γνωστού συγκροτήματος The Who. Ο Λάμπερτ ίσως έπρεπε να είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία στις φήμες για το καταραμένο παλάτι. Δήλωνε ερωτευμένος με την ρομαντική και μελαγχολική εμφάνιση του παλατιού. Όμως, κατά την παραμονή του εκεί, ο εθισμός του στα ναρκωτικά επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό που το 1974 υπονόμευσε τη σχέση του με το συγκρότημα.
Συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών και οδηγήθηκε στην οικονομική κατάρρευση. Ενώ ισχυριζόταν ότι δεν πίστευε στην κατάρα, ο Λάμπερτ είχε εκμυστηρευτεί σε μερικούς φίλους του ότι κοιμόταν στο κιόσκι των γονδολιέρηδων του κοντινού ξενοδοχείου Gritti για να «ξεφύγει από τα φαντάσματα που στοιχειώνουν το Παλάτι». Αποφάσισε λοιπόν να το πουλήσει στον Φαμπρίτσιο Φερράρι έναν βαθύπλουτο επιχειρηματία. Ωστόσο, δεν γλίτωσε από την κατάρα αφού τρία χρόνια αργότερα πέθανε, πέφτοντας από τις σκάλες, στο σπίτι της μητέρας του στο Λονδίνο.
Μέχρι στιγμής ακόμα και οι πιο δύσπιστοι θα έχουν καταλάβει ότι κάτι απόκοσμο συμβαίνει με αυτό το αρχοντικό. Για όσους όμως αδυνατούν να πιστέψουν, η λίστα του θανάτου δεν τελειώνει εδώ. Ο νέος ιδιοκτήτης Φαμπρίτσιο Φερράρι εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό μαζί με την αδερφή του Νικολέττα.
Η αδερφή του πέθανε με μυστηριώδη τρόπο σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Όταν βρέθηκε το πτώμα της, μακριά από το διαλυμένο αμάξι, ήταν εντελώς γυμνή με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος της κρατώντας σφιχτά στάχυα. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι είχε πραγματικά συμβεί. Ο αδερφός της καταστράφηκε οικονομικά και συνελήφθη ως ύποπτος για τον ξυλοδαρμό ενός μοντέλου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο πανίσχυρος επιχειρηματίας Ραούλ Γκαρντίνι αγοράζει το αρχοντικό. Μετά από μια πολύ δύσκολη περίοδο που επακολούθησε της αγοράς του Κα Ντάριο γεμάτη από βαριά δικαστικά σκάνδαλα, ο Γκαρντίνι αυτοκτόνησε κάτω από αβέβαιες και αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1993.
Μετά το θάνατο του Γκαρντίνι, κανείς άλλος δεν ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το αρχοντικό. Πράγματι η πρώτη χρηματιστηριακή εταιρεία που είχε λάβει την εντολή για την πώλησή του από τον όμιλο Φερούτσι, ο όμιλος Νόρμαν του Μιλάνου, παραιτήθηκε και αρνήθηκε τελικά την ανάθεση. Μια διαπραγμάτευση με μία ξακουστή Γκαλερί, η οποία ήθελε να την κάνει έδρα ενός Ιδρύματος, δεν οδήγησε πουθενά.
Η ρομαντική και μελαγχολική γοητεία του παλατιού δελέασε τον Γούντι Άλεν που στα τέλη της δεκαετίας του 1990 φαινόταν πρόθυμος να το αγοράσει ωστόσο τελικά έκανε πίσω. Το 2002 ο Τζον Εντγουάιστλ, μπασίστας των The Who, παρά τα όσα συνέβησαν στον πρώην συνάδελφό του, νοίκιασε το Παλάτι για διακοπές στη Βενετία. Το αποτέλεσμα; Πέθανε μια εβδομάδα μετά την επιστροφή του στο σπίτι του από καρδιακή προσβολή. Το 2006 το ακίνητο πέρασε σε αμερικανική εταιρεία που εκπροσωπεί έναν άγνωστο αγοραστή και έκτοτε βρίσκεται σε φάση αναστήλωσης.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι διάφορες υποθέσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με την προέλευση της υποτιθέμενης κατάρας του αρχοντικού είναι διαφορετικές. Υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το παλάτι χτίστηκε πάνω σε ένα νεκροταφείο ναϊτών ιπποτών. Άλλοι πιστεύουν ότι η κατάρα γεννήθηκε από ένα φυλαχτό σε μια πύλη νερού σε ένα κοντινό παλάτι. Άλλοι λένε ότι ο πρώτος ιδιοκτήτης Τζιοβάνι Ντάριο καταράστηκε όλους τους υπόλοιπους μιας και ήταν από τους λίγους που δεν έπαθαν τίποτα.
H επιγραφή που είχε γράψει στην είσοδο και που φαίνεται ακόμα και σήμερα ”VRBIS GENIO IOANNES DARIVS” σήμαινε “ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΝΤΑΡΙΟ Η ΙΔΙΟΦΥΊΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ”. Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι ο αναγραμματισμός της ίδιας πρότασης αποκαλύπτει τη μοίρα σχεδόν όλων των μελλοντικών ιδιοκτητών: “SVB RVINA INSIDIOSA SONRO” δηλαδή “ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΕΔΩ ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ”.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία αληθινή κατάρα; Ή πρόκειται για μία σειρά απίστευτων συμπτώσεων; Κανείς δεν ξέρει. Ωστόσο αν ποτέ σας τύχει να διασχίσετε με γόνδολα το Canal Grande και περάσετε έξω από το Παλάτσο Κα Ντάριο, κοιτάξτε καλά τα παράθυρα του. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα αντέξετε να κρατήσετε την ματιά σας πάνω τους για πολύ. Αν ποτέ συμβεί να περάσετε βραδάκι από το πίσω μέρος του αρχοντικού, μία απόκοσμη αίσθηση θα σας κάνει να ανατριχιάσετε.
Πώς είπατε; Αυτά δεν υπάρχουν; Ξανασκεφτείτε το. Αλήθεια, εσείς θα μένατε εκεί μόνοι σας έστω και για μία βραδιά; Εγώ πάντως όχι.